Στις 19 Ιουνίου 2000, στο πλαίσιο της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου της Santa Maria da Feira, η Ελλάδα έγινε δεκτή ως το δωδέκατο µέλος της ζώνης του ευρώ από την 1η Ιανουαρίου 2001, αφού εκτιµήθηκε ότι πληρούσε τα κριτήρια σύγκλισης. Το γεγονός αυτό έµελλε να αλλάξει αρκετά δεδοµένα στην ελληνική κοινωνία και οικονοµία, επιδρώντας θετικά αλλά και αρνητικά.
Η Ελλάδα χάραξε µία πορεία, κατά την οποία κατέληξε, µετά το ξέσπασµα της χρηµατοπιστωτικής Κρίσης του 2008, να βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς κοινότητας. Στην παρούσα εργασία, γίνεται επισκόπηση της συνολικής πορείας της ελληνικής οικονοµίας µετά την ένταξη της στην ΟΝΕ, µέχρι και σήµερα. Στόχος της εργασίας είναι να παρουσιαστεί µία σαφής εικόνα για τους εξεταζόµενους τοµείς της ελληνικής οικονοµίας, να απαντηθούν καθοριστικής σηµασίας ερωτήµατα που αφορούν τα οφέλη που αποκόµισε η Ελλάδα, καθώς και τις άµεσες συνέπειες από την συµµέτοχή της σε µία τέτοια ένωση. Τέλος γίνεται µία επισκόπηση των εξελίξεων µετά το ξέσπασµα της Κρίσης και πως άλλαξε τα βασικά µακροοικονοµικά δεδοµένα της Ελλάδα.
Στην ενότητα II καθορίζεται το θεωρητικό υπόβαθρο για την συνέχεια της ανάλυσης, ακολούθως στην ενότητα III γίνεται µία σύντοµη αναφορά για την πορεία µέχρι την υιοθέτηση του ευρώ, έπειτα η πορεία της οικονοµίας µέχρι και την χρηµατοπιστωτική Κρίση του 2008 και µία ειδική αναφορά για τις εξελίξεις µετά την αρχή της Κρίσης. Τέλος στην ενότητα IV, καταγράφονται τα συµπεράσµατα που προκύπτουν από την συνολική ανάλυση.
Όπως αναφέρθηκε και στο εισαγωγικό σηµείωµα, µελετάται η πορεία της Ελληνικής Οικονοµίας από την ένταξη της στην Ευρωζώνη µέχρι και σήµερα. Ιδιαίτερης σηµασίας είναι λοιπόν ο προσδιορισµός όλων εκείνων των παραγόντων που άλλαξαν µετά την υιοθέτηση του ευρώ και επηρεάζουν έµµεσα ή άµεσα τις οικονοµίες της ΟΝΕ. Στην Οικονοµική Θεωρία, µία νοµισµατική ένωση όπως η ζώνη του Ευρώ, αποτελεί στη βέλτιστη της µορφή µία Άριστη Νοµισµατική Περιοχή (Optimum Currency Area) .
1. Μια γεωγραφική περιοχή ουσιαστικά όπου οι χώρες έχουν ένα (ή περισσότερα) ενιαίο νόµισµα, του οποίου οι συναλλαγµατικές ισοτιµίες είναι σταθερές και αµετάκλητα προσδιορισµένες ως προς τα εθνικά νοµίσµατα των µελών, τα οποία προβλέπουν ότι τα οφέλη της συµµετοχής σε µία τέτοια ένωση υπερβαίνουν τα όποια κόστη.
Ο όρος “Άριστη”, για την αρχική µορφή της θεωρίας αυτής, υποδηλώνει κάποιες προδιαγραφές ή χαρακτηριστικά που επικρατούν σε µία τέτοια βέλτιστη περιοχή. Πιο συγκεκριµένα αναφέρεται στην κινητικότητα των συντελεστών παραγωγής (συµπεριλαµβανοµένου και της εργασίας), στην ευελιξία των τιµών και των µισθών, στην οµοιότητα των ποσοστών πληθωρισµού, στον βαθµό ανοικτότητας της οικονοµίας, στη διαφοροποίηση της παραγωγής και κατανάλωσης, στην ολοκλήρωση της χρηµατοπιστωτικής αγοράς και τέλος στην ολοκλήρωση σε πολιτικό και δηµοσιονοµικό επίπεδο .
2. Ωστόσο η πρώιµη αυτή θεωρία, αλλά και εξελιγµένες µορφές της απέκτησαν σύντοµα επικριτές, οι οποίοι µε βάση τόσο εναλλακτικές θεωρίες, όσο και σε εµπειρικά δεδοµένα που απεδείκνυαν αντίθετα αποτελέσµατα ή ανισοκατανεµηµένα οφέλη, από τα προβλεπόµενα, για τους συµµετέχοντες .
3. Όσον αφορά όµως την Ελληνική Οικονοµία, αλλά και γενικότερα το σύνολο των χωρών που εντάχθηκαν στην Ευρωζώνη, η υιοθέτηση του κοινού αυτού νοµίσµατος σήµανε κάποιες σηµαντικές αλλαγές, δίνοντας µάλιστα κάποιες νέες προοπτικές στις οικονοµικές εξελίξεις. Συνοπτικά οι σηµαντικότερες αυτών αναφέρονται στην απώλεια της δυνατότητας άσκησης νοµισµατικής πολιτικής και ελέγχου του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος, καθώς ο ρόλος αυτός κατέχεται πλέον από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και επίσης στην ύπαρξη δηµοσιονοµικών περιορισµών σύµφωνα µε το Σύµφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Συµπληρωµατικά µία πιθανή εξέλιξη αφορούσε την απώλεια συναλλαγµατικού και πληθωριστικού κινδύνου και γενικότερα την αρχή µιας εποχής που θα χαρακτηρίζεται από σταθερότητα. Ακόµη οφέλη ως προς το εµπόριο, την µετακίνηση κεφαλαίων καθώς και ως προς το κόστος συναλλαγών µετά την υιοθέτηση ενός κοινού νοµίσµατος. Τελικά όµως η πάροδος του χρόνου έδειξε ποια ήταν η πραγµατική πορεία της οικονοµίας µας, µετά από ένα ακόµη στάδιο ενοποίησης µε το Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και ποια τα πραγµατικά οφέλη που αποκόµισε από την πορεία της ως µέλος στη ζώνη του Ευρώ.
4. Οι εξελίξεις πριν την ένταξη στην ΟΝΕ Tην 1η Ιανουαρίου 1999 αποφασίστηκε η έναρξη του τρίτου και τελικού σταδίου της ΟΝΕ, µε άλλα δύο να προηγούνται (1990, 1994). Ο αριθµός των συµµετεχόντων στην ένωση ήταν τα έντεκα αρχικά µέλη της, µε την είσοδο της Ελλάδας να καθυστερεί δύο έτη. Ο λόγος για την καθυστέρηση αυτή ήταν η µη κάλυψη των κριτηρίων σύγκλισης που καθόριζε η συνθήκη του Μάαστριχτ , ως προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ευρώ. Οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση την δεκαετία του ’90, ήταν ουσιαστικά συνέχεια της απώτερης προσπάθειας εξευρωπαϊσµού της Ελλάδας, και καθορίζονταν από το πρόγραµµα σύγκλισης για την περίοδο 1994-1999.
Τελικά η Ελλάδα πέτυχε τους στόχους σύγκλισης στις αρχές του 2000, έπειτα από µία αναπροσαρµογή του προγράµµατος, µε πληθώρα από κριτικές να ακολουθούν αναφορικά µε τον τρόπο επίτευξης και την βιωσιµότητα της συνολικής διαδικασίας των οικονοµικών µεταρρυθµίσεων .
5. Συνοπτικά, τα αναγκαία επιτεύγµατα σύγκλισης για την συµµετοχή στην ΟΝΕ, αναφέρονται στην σταθερότητα του επιπέδου των τιµών, στο επίπεδο των µακροπρόθεσµων επιτοκίων, στον καθορισµό της συναλλαγµατικής ισοτιµίας του εθνικού νοµίσµατος, στον έλεγχο των δηµόσιων οικονοµικών (δηµοσιονοµικά ελλείµµατα και δηµόσιο χρέος) και τέλος στην ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας και άλλων νοµικών ζητηµάτων.
Η πορεία της Ελληνικής Οικονοµίας πριν την Κρίση του 2008
Η τροχιά µεγέθυνσης Από την αρχή της νέας χιλιετίας µέχρι και την έναρξη της Κρίσης του 2008, η Ελληνική οικονοµία βρισκόταν σε θετικούς ρυθµούς µεγέθυνσης και µάλιστα σηµείωνε επιδόσεις µεγαλύτερες από τον Ευρωπαϊκό µέσο όρο.
Προσεγγίζοντας αρχικά τους ρυθµούς αυτούς υπό το πρίσµα της παραγωγικής διαδικασίας και της συσσώρευσης του πλούτου, παρατηρείται ότι οι εισροές µε την µεγαλύτερη συνεισφορά είναι το µη τεχνολογικό κεφάλαιο, η εργασία και οι λοιπές εισροές συµπεριλαµβανοµένου και του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Ο σχηµατισµός παγίου κεφαλαίου και το µέγεθος του αποτέλεσε βασικό παράγοντα για την µεγεθυντική διαδικασία της Ελληνικής οικονοµίας. Κατά την περίοδο 2000-2008 ο σχηµατισµός ήταν κατά µέσο όρο στο 23,1% του προϊόντος, ποσοστό µεγαλύτερο του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού µέσου όρου και αυξήθηκε κατά 73,4 %.
Όσον αφορά τον παράγοντα εργασία για την εξεταζόµενη περίοδο, το εργατικό δυναµικό τείνει να αυξάνεται, η ανεργία να µειώνεται αλλά να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα σε σχέση µε τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες (περίπου στο 7% το 2008). Βεβαίως πρέπει να τονιστεί και η συµβολή των µεταναστευτικών ροών ως παραγωγικοί συντελεστές. Παράλληλα σηµειώθηκε αύξηση των µισθών (2000-2008: 76%), καθώς και του δείκτη παραγωγικότητας.
Οι κλάδοι της οικονοµίας µε την µεγαλύτερη προσφορά στην χάραξη της µεγεθυντικής αυτής πορείας αυτής ήταν η µεταποίηση, το εµπόριο, οι µεταφορές και τα ξενοδοχεία, χρηµατοπιστωτικοί οργανισµοί και τέλος υπηρεσίες που προσφέρουν απασχόληση στον δηµόσιο τοµέα (άµυνα, εκπαίδευση, δηµόσια διοίκηση και υγεία).
Αναφορικά µε την χρηµατοδότηση της µεγέθυνσης της Ελληνική Οικονοµία την περίοδο αυτή, θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη τα επίπεδα αποταµιεύσεων και δανεισµού. Συγκεκριµένα παρατηρούνται χαµηλά επίπεδα αποταµιεύσεων σε σχέση µε το υπόλοιπο της ΕΕ, τα οποία κυµαίνονταν κατά µέσο όρο στο 10.45% του ΑΕΠ. Λαµβάνοντας υπ’ όψη την αύξηση της συνολικής κατανάλωσης (2000-2008: 73.9%) καθώς και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την 8 ροπή προς αποταµίευση, οδηγούµαστε στο συµπέρασµα ότι σηµαντικό µέρος της µεγέθυνσης προήλθε από εξωτερικό δανεισµό. Από την ανάλυση των στοιχείων φαίνεται ότι κατά την περίοδο 2000-2008, ο καθαρός δανεισµός για τα νοικοκυριά ήταν κατά µέσο όρο στο 9.08% του ΑΕΠ, ενώ εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι την συγκεκριµένη περίοδο ο συνολικός καθαρός δανεισµός αυξήθηκε κατά 185%.
Η αρνητική αυτή εξέλιξη οδήγησε σε ιδιαίτερα δυσµενή θέση τα νοικοκυριά, των οποίων οι δανειακές υποχρεώσεις έφτασαν σχεδόν στο 50% του ΑΕΠ και αφορούσαν τόσο στεγαστικά όσο και δάνεια καταναλωτικής πίστης. Εύλογα διερωτάται κανείς, ποιο ήταν τελικά το µέγεθος των δαπανών που χρηµατοδοτούσε ο µεγάλος και συνεχής αυτός δανεισµός. Όπως προκύπτει, η ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη κυµαινόταν κατά µέσο όρο στο 69.79% του ΑΕΠ, καλύπτοντας ανάγκες πρωτίστως σε υγεία, ένδυση-υπόδηση και εστίαση οδηγώντας µάλιστα πολλές φορές σε υπερ-κατανάλωση.
Τα δίδυµα ελλείµµατα
Η ταυτόχρονη ύπαρξη δηµοσιονοµικού ελλείµµατος και ελλείµµατος στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών συνθέτουν το φαινόµενο των δίδυµων ελλειµµάτων. Όπως µάλιστα έδειξαν οι Kalou & Paleologou (2012), τα δύο ελλείµµατα είναι θετικά συνδεδεµένα µεταξύ τους, µε την κατεύθυνσης της αιτιότητας να είναι από το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών προς το δηµοσιονοµικό έλλειµµα.
OI ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Τα ελλείµµατα στην δηµοσιονοµική εικόνα της Ελλάδας υπήρχαν πριν ένταξη στην ζώνη του ευρώ, διατηρήθηκαν και διευρύνθηκαν ακόµη και αν η µετά την ένταξη εποχή συνεπαγόταν έναν υψηλό βαθµό δηµοσιονοµικής πειθαρχίας και την απώλεια της νοµισµατικής χρηµατοδότησης των δηµοσιονοµικών ελλειµµάτων για την ελληνική οικονοµία.
Αναφορικά λοιπόν µε τις δηµοσιονοµικές επιδόσεις της Ελλάδας µετά την υιοθέτηση του ευρώ, έχουµε να παρατηρήσουµε ότι τα δηµοσιονοµικά ελλείµµατα συνέχισαν να υπάρχουν καθ’ όλη τη δεκαετία µε το 2004 και 2008 να ξεπερνούν τα 13 και 23 δις ευρώ αντίστοιχα.
Oι καταναλωτικές δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης φαίνεται να αυξάνονται δυσανάλογα µε τα έσοδα στα οποία υπήρξε υστέρηση και οι δηµόσιες επενδύσεις επίσης να διευρύνονται.
Συνοπτικά τρεις βασικές αιτίες που αναφέρονται στην διεύρυνση του δηµοσιονοµικού προβλήµατος:
• Πρωτίστως η αύξηση των κρατικών δαπανών για µισθούς και συντάξεις, που για την ανάκληση των µέτρων αυτών υπάρχει, όπως αργότερα επιβεβαιώθηκε, µεγάλο πολιτικό κόστος
• Μεγάλες δηµόσιες επενδύσεις, κυρίως κατά την περίοδο τέλεσης των Ολυµπιακών Αγώνων
• Η απόκλιση από τους στόχους των φορολογικών εσόδων, µε τις όποιες προσπάθειες για πάταξη της φοροδιαφυγής να αποτυγχάνουν, και εν τέλει το φορολογικό βάρος να αναλαµβάνουν οι µισθωτοί
• Επιπροσθέτως το χρόνιο πρόβληµα των τεραστίων ελλειµµάτων στους Οργανισµούς Κοινωνικής Ασφάλισης, µε την επιπλέον επιβάρυνση των δηµόσιων οικονοµικών Τελικά, η κακή δηµοσιονοµική εικόνα της χώρας οδήγησε σε δυσβάστακτα βάρη την οικονοµία, µε το κόστος δανεισµού και το δηµόσιο χρέος να διευρύνονται σε τεράστια επίπεδα, µε αποτέλεσµα να µοιάζει αναπόφευκτη και καταστροφική, µια βίαιη δηµοσιονοµική προσαρµογή.
ΤΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΟΥ
Αναφορικά λοιπόν µε το έλλειµµα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, το οποίο αποτελεί κοµµάτι του Ισοζυγίου Πληρωµών, διευρύνθηκε κατά 228% την περίοδο 2000-2008, ενώ λαµβάνοντας υπ’ όψη και τις κεφαλαιακές µεταβιβάσεις, το έλλειµµα αυξήθηκε κατά 267% την ίδια περίοδο.
Συνολικά το έλλειµµα υπολογίζεται κατά µέσο όρο σε 15 δις ετησίως, µε κορύφωση το 2008 όπου άγγιξε τα 30 δις ευρώ (13% του ΑΕΠ). Αναλύοντας τα συστατικά του µπορούµε να συµπεράνουµε κάποια πράγµατα για τους παράγοντες που συνέβαλαν στην επιδείνωση αυτή. Πιο συγκεκριµένα από την αρχή του 2000, και µετά την υιοθέτηση του κοινού νοµίσµατος, το εµπορικό ισοζύγιο (ισοζύγιο αγαθών) παρέµεινε ελλειµµατικό, µε την αξία των εισαγωγών να αυξάνεται την περίοδο 2000-2008 κατά 93% και των εξαγωγών κατά 79%. Επίσης η αξία τους ως ποσοστό του ΑΕΠ δηλώνει την υπερίσχυση των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών αγαθών µε ποσοστά 25% και 8% αντίστοιχα.
Η χαµηλή εξαγωγική ικανότητα της χώρας µας, σε συνδυασµό µε τις ιδιαίτερα αυξηµένες εισαγωγές, υποδηλώνουν κάποιες εξελίξεις που έλαβαν χώρα µετά την υιοθέτηση του ευρώ. Μία από τις εξελίξεις αυτές είναι η σηµαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας, λόγω του υψηλότερου πληθωρισµού σε σχέση µε τις άλλες χώρες (Διάγραµµα 2), οδηγώντας σε ιδιαίτερα χαµηλή εξαγωγική επίδοση. Ταυτόχρονα η κάλυψη της ιδιαίτερα αυξηµένης εγχώριας ζήτησης για κατανάλωση και επενδύσεις και καλυπτόταν κυρίως µε εισαγωγές και όχι από την εγχώρια παραγωγή. Αντίθετα όµως µε το εµπόριο προϊόντων, το ισοζύγιο υπηρεσιών παρέµεινε καθ’ όλη την διάρκεια της περιόδου πλεονασµατικό, µε τις εισπράξεις να αυξάνονται 62% και τις πληρωµές 38% (γύρω στο 15% και 7% του ΑΕΠ αντίστοιχα).
Οι δύο βασικοί κλάδοι της οικονοµίας που συνέβαλαν σε αυτό είναι ο τουρισµός και η ναυτιλία. Σχετικά µε το ισοζύγιο εισοδηµάτων, οι πληρωµές µέχρι και την περίοδο της Κρίσης αυξήθηκαν κατά περίπου 300%, το µεγαλύτερο µέρος των οποίων αφορά κέρδη, µερίσµατα και τόκους. Εποµένως η εξέλιξη αυτή πιθανότατα να συσχετίζεται µε κέρδη ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, καθώς και µε πληρωµές τόκων που αφορούν το δηµόσιο χρέος.
Ακόµη όπως φαίνεται µεγάλη ήταν και η αύξηση των τρεχουσών µεταβιβάσεων (πληρωµές περίπου 90% και εισπράξεις περίπου 20%). Τα ποσά αυτά αναφέρονται σε µέρος των εισπράξεων (περίπου 6 δις ευρώ ετησίως) από τον κοινοτικό προϋπολογισµό της EE, καθώς και τη συνεισφορά της Ελλάδος στον κοινοτικό προϋπολογισµό και τα µεταναστευτικά εµβάσµατα (περίπου 3 δις ετησίως).
Στο ισοζύγιο κεφαλαιακών µεταβιβάσεων περιλαµβάνονται ένα µέρος των εισπράξεων από τον ίδιο προϋπολογισµό ως απολήψεις από τα Διαρθρωτικά Ταµεία. Οι ετήσιες εισπράξεις ήταν κατά µέσο όρο 3 δις ευρώ, ενώ οι πληρωµές 0.2 δις, ενισχύοντας την ελληνική οικονοµία.
Τέλος αναλύοντας και τα υπόλοιπα στοιχεία του Ισοζυγίου πληρωµών, εξετάζοντας τις χρηµατοοικονοµικές συναλλαγές της Ελλάδας, παρατηρούνται ενδιαφέρουσα στοιχεία για το αντίστοιχο ισοζύγιο όπου περιλαµβάνονται οι Άµεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ), οι Επενδύσεις Χαρτοφυλακίου, καθώς και λοιπές επενδύσεις, συµπεριλαµβανοµένων και των δανείων της Γενικής Κυβέρνησης. Το ισοζύγιο λοιπόν, παρέµεινε πλεονασµατικό (συνεχής εισροές) και µάλιστα ενισχύθηκε κατά 236% µε µεγάλη συνεισφορά να παρουσιάζουν οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου.
Σχετικά µε την εξέλιξη των ΑΞΕ, τα αποθέµατα στο εσωτερικό της χώρας αυξήθηκαν κατά 79%, ενώ στο εξωτερικό κατά 263% µέχρι και το 2008. Κοιτώντας όµως το χαµηλό επίπεδο των εισροών σε ΑΞΕ, θα λέγαµε ότι η ελληνική οικονοµία είχε χαµηλή επίδοση
ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ
Όπως αναφέρθηκε και αρχικά, απόρροια της υιοθέτησης του ευρώ για την Ελλάδα ήταν η απώλεια της νοµισµατικής και συναλλαγµατικής πολιτικής. Η συµµετοχή όµως στην Ευρωζώνη υποσχόταν νοµισµατική σταθερότητα την οποία επιθυµούσε το σύνολο το κρατών-µελών, και µε την Ελλάδα να αναµένει σύγκλιση του επιπέδου πληθωρισµού της. Ωστόσο για την ελληνική οικονοµία, οι πιέσεις του πληθωρισµού και οι κίνδυνοι που έκρυβε διαχρονικά δεν έπαψαν να υπάρχουν.
Η ασύµµετρη δράση της ΕΚΤ επιδείνωνε περαιτέρω την κατάσταση. Ο αντίστοιχος δείκτης πληθωρισµού για την Ελλάδα συνέχισε να αυξάνει και µετά το ευρώ, ξεπερνώντας το ανώτατο άκρο του 2%, και χωρίς άρα να επιτυγχάνεται η υποτιθέµενη σύγκλιση. Μάλιστα ο M. Argyrou, (2006) , απέδειξε την πιθανή ασυµβατότητα της νοµισµατικής πολιτικής, και συγκεκριµένα του επιπέδου των επιτοκίων-στόχων που έθετε η ΕΚΤ, µε τις συνθήκες της ελληνικής οικονοµίας.
Μία περιοριστική νοµισµατική πολιτική ήταν αναγκαία για την ελληνική οικονοµία, ωστόσο τα χαµηλά επιτόκια δρούσαν στην περίπτωση της Ελλάδας µάλλον µε µη επιθυµητό τρόπο. Εν τέλει κάποιο όφελος αναφορικά µε το πρόβληµα του πληθωρισµού, η ελληνική οικονοµία δεν φαίνεται να απέκτησε µε την υιοθέτηση του κοινού νοµίσµατος, αλλά αντιθέτως φάνηκε να επιδεινώνει τα ελλείµµατα.
Συνοψίζοντας η συνεχής ύπαρξη του ελλείµµατος τρεχουσών συναλλαγών στην ελληνική οικονοµία µπορεί να αιτιολογηθεί από την αυξηµένη ζήτηση στην εγχώρια αγορά, που καλυπτόταν από καταναλωτικές και επενδυτικές δαπάνες. Ακόµη από την θέση της Ελλάδας στον οικονοµικό κύκλο σε σχέση µε τα υπόλοιπα µέλη, καθώς και από την επιδείνωση της δηµοσιονοµικής
κατάστασης. Τέλος από το πρόβληµα που δηµιουργούσε ο πληθωρισµός, µε το αρνητικό αντίκτυπο του στην ανταγωνιστικότητα και το δηµόσιο χρέος της χώρας.
Η κρίση του 2008 και το αντίκτυπο στην Ελληνική Οικονοµία Η Κρίσης του 2008, έπληξε την Ευρωζώνη φτάνοντας µέσω αλυσιδωτών διαταραχών και φάνηκε να την βρίσκει απροετοίµαστη, µην έχοντας τους κατάλληλους µηχανισµούς παρέµβασης και λύσης τέτοιου είδους προβληµάτων. Η Ελλάδα ήταν ήδη ιδιαίτερα εξουθενωµένη ως προς τα δηµοσιονοµικά της, µε τα συνεχή δηµοσιονοµικά ελλείµµατα και το δηµόσιο χρέος να δυσχεραίνουν την κατάσταση της χώρας.
Χαρακτηριστική είναι η αύξηση του δηµοσιονοµικού ελλείµµατος µέσα σε δύο µόνο έτη (2007-09) από το 6.8% στο 15.6 % του ΑΕΠ, µε το χρέος την ίδια διετία να αγγίζει το 130% του ΑΕΠ, οδηγώντας σύντοµα σε µία κρίση χρέους. Κατά την αρχή της Κρίσης στην Ελλάδα, παρατηρήθηκε ραγδαία µείωση των δηµοσίων επενδύσεων, πτώση της καταναλωτικής πίστης µε µείωση της εγχώριας ζήτησης.
Παράλληλα άρχισαν να πλήττονται σηµαντικοί κλάδοι της οικονοµία όπως το εµπόριο, οι κατασκευές και ο τουρισµός, αφήνοντας αρνητικό αντίκτυπο στα ποσοστά απασχόλησης της χώρας. Επιπλέον προβλήµατα εµφανίστηκαν και στο τραπεζικό σύστηµα της χώρας, το οποίο αντιµετώπισε ιδιαίτερα χαµηλή ρευστότητας, η οποία µεταφέρθηκε και στην αγορά πλήττοντας κυρίως τις επιχειρήσεις.
Σύντοµα η εµπιστοσύνη των διεθνών αγορών προς την ελληνική οικονοµία χάνεται µετά από µία σειρά αρνητικών γεγονότων. Τόσο η συνεχόµενη υποβάθµιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρα από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, όσο και οι αρνητικές δηλώσεις στον διεθνή Τύπο δηµιουργούν αρνητικές προσδοκίες για την πορεία της ελληνικής οικονοµίας, οι οποίες αποτυπώθηκαν και από την συνεχή αύξηση των επιτοκιών δανεισµού της χώρας, µε τον αντίστοιχο δείκτη του 10ετούς οµολόγου να εκτινάσσεται, γεγονός που δυσχέρανε σηµαντικά την χρηµατοδότηση του ελληνικού δηµόσιου τοµέα.
Μετά από δύο πακέτα δηµοσιονοµικών µέτρων για τον περιορισµό του ελλείµµατος (Δεκέµβριος 2009 και Μάρτιος 2010), στις 24 Απριλίου 2010, η χώρα υπέβαλε αίτηση για ενεργοποίηση του µηχανισµού στήριξης προς το ΔΝΤ και το Συµβούλιο της ΕΕ. Όπως απεδέχθη η πρόθεση του ΔΝΤ, αλλά και των ηγετών της ευρωζώνης που έδειχναν να συµµερίζονται τις επιλογές της Τρόικας, ήταν η βίαιη δηµοσιονοµική προσαρµογή, µέσω των προγραµµάτων λιτότητας, µε σκοπό την µείωση των ελλειµµάτων και του δηµοσίου χρέους, εν µέσω όµως µιας µεγάλης ύφεσης
Γενικότερα από την εφαρµογή οριζόντιων µέτρων λιτότητας για συνεχή έτη, επλήγη το σύνολο της οικονοµίας. Πιο συγκεκριµένα οι δαπάνες και επενδύσεις συρρικνώθηκαν, µε ταυτόχρονη χειροτέρευση του επενδυτικού κλίµατος, συνοδευόµενη από µεγάλη εκροή κεφάλαιων και αποταµιεύσεων στο εξωτερικό.
Οι επιχειρήσεις, όσο και η οικονοµία γενικότερα, κινείτο σε µία φάση αποεπένδυσης και αποµόχλευσης. Αναφορικά µε τα εργασιακά που βρέθηκαν στο επίκεντρο των εφαρµοζόµενων πολιτικών, οι µισθοί περικόπηκαν (µεικτά κατά 32%) και το διαθέσιµο εισόδηµα µειώθηκε (κατά 18%). Παράλληλα έλαβαν χώρα εξελίξεις σχετικά µε το µέγεθος του Δηµόσιου τοµέα, µε µαζικές απολύσεις υπαλλήλων.
Το αρνητικότερο όλων, η ιδιαίτερα υψηλή ανεργία, εκτινάχθηκε κατά 20 σχεδόν ποσοστιαίες µονάδες µέσα στην περίοδο 2008-2013 οδηγώντας σε µία πολύ δυσµενή κατάσταση την ελληνική κοινωνία. Σήµερα φτάνουµε σε µία εποχή όπου χαρακτηρίζεται ως το τελευταίο έτος ύφεσης, µετά από µία συνολική συρρίκνωση του ΑΕΠ της τάξεως του 25% και η απαρχή µιας πορείας που θα χαρακτηρίζεται από ανάκαµψη, σηµαντικά προβλήµατα να παραµένουν άλυτα. Το σίγουρο είναι ότι το µέγεθος της καταστροφής που υπέστη η ελληνική οικονοµία, και πρωτίστως κοινωνία, είναι τεράστιο. Αυτό όµως που θα έπρεπε να προβληµατίζει είναι η έλλειψη διαρθρωτικών αλλαγών, που θα φέρουν αλλαγές στην ελληνική πραγµατικότητα και θα θέσουν τις βάσεις για µία βιώσιµη τροχιά ανάπτυξης και όχι απλά µεγέθυνσης τα επόµενα χρόνια.
Συµπερασµατικά η πορεία της ελληνικής οικονοµίας µέσα στην ζώνη του Ευρώ µπορεί να χαρακτηριστεί ως µία αναµενόµενη κατάρρευση . Η πορεία µεγέθυνσης που ακολούθησε η ελληνική οικονοµία, χαρακτηριζόταν από µεγάλα προβλήµατα, µε σηµαντικότερο ίσως αυτό των δίδυµων ελλειµµάτων, το οποίο αυτοτροφοδοτούνταν συνεχώς. Επίσης παρά την τάση για περαιτέρω σύγκλιση µε τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, η ελληνική οικονοµία φάνηκε να διατηρεί τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά της, τα οποία την καθιστούσαν τελικά αδύναµη έναντι των υπολοίπων.
Τέλος και αναφορικά µε την Κρίση του 2008, η οποία έφερε την Ελλάδα στο επίκεντρο της διεθνούς κοινότητας, η αντιµετώπιση της αποδείχθηκε ότι συνέβη µε καταστροφικό τρόπο, φέρνοντας ακόµη περισσότερο καταστροφικά αποτελέσµατα.
Αποτιµώντας συνολικά την πορεία αυτή, τα κόστη για την ελληνική οικονοµία φαίνεται να υπερβαίνουν τα όποια οφέλη και πιθανόν να ήταν απροετοίµαστη για την υιοθέτηση του ευρώ. Ακόµη και αν η χρονική εξέλιξη των πραγµάτων δεν περιελάµβανε την Κρίση του 2008, η πορεία της οικονοµίας είναι πιθανό, όντας µέλος της Ευρωζώνης, να ήταν η ίδια.
ΤΟΥ ΤΣΙΠΙΔΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, ΜΒΑ