11 Σεπτεμβρίου 2015

Φθηνό πετρέλαιο και Παγκόσμια Ανάπτυξη


Οι βίαιες διακυμάνσεις των τιμών του πετρελαίου αποσταθεροποιούν τις οικονομίες και τις χρηματοπιστωτικές αγορές σε όλο τον κόσμο. Όταν η τιμή του πετρελαίου μειώθηκε κατά το ήμισυ το περασμένο έτους, από 110 σε 55 δολάρια το βαρέλι, η αιτία ήταν προφανής:
η απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να αυξήσει το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, διευρύνοντας την παραγωγή. Αλλά τι ευθύνεται άραγε για την περαιτέρω πτώση των τιμών του πετρελαίου κατά τις τελευταίες εβδομάδες – με χαμηλά που είχαν να καταγραφούν από τον καιρό αμέσως μετά το ξεσπάσμα της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 – και πώς θα επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία;

Η συνήθης εξήγηση είναι η αδύναμη ζήτηση από την Κίνα, με την κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου να θεωρείται από πολλούς προμήνυμα ύφεσης, είτε εντός της Κίνας είτε για ολόκληρη την παγκόσμιας οικονομίας. Ωστόσο είναι σχεδόν βέβαιο πως αυτό είναι λάθος, ακόμα κι αν μοιάζει να επιβεβαιώνεται από το στενό συσχετισμό πετρελαίου και μετοχικών αγορών, οι οποίες έχουν πέσει στα χαμηλότερά τους επίπεδα από το 2009 και μετά, όχι μόνο στην Κίνα, αλλά και στην Ευρώπη και στις περισσότερες αναδυόμενες οικονομίες.

Η προγνωστική σημασία των τιμών του πετρελαίου είναι πράγματι εντυπωσιακό, αλλά μόνο ως αντίθετη ένδειξη: η πτώση των τιμών του πετρελαίου ποτέ δεν έχει παράσχει σωστή πρόβλεψη μίας οικονομικής ύφεσης. Σε όλες τις πρόσφατες περιπτώσεις όπου υπήρξε μείωση κατά το ήμισυ της τιμής του πετρελαίου – τις περιόδους 1982-1983, 1985-1986, 1992-1993, 1997-1998, και 2001-2002 – ακολούθησε ταχύτερη παγκόσμια ανάπτυξη.

Αντίστροφα, κάθε παγκόσμια ύφεση τα τελευταία 50 χρόνια επήλθε έπειτα από απότομη αύξηση των τιμών του πετρελαίου. Πιο πρόσφατα, η τιμή του πετρελαίου σχεδόν τριπλασιάστηκε, από 50 σε 140 δολάριο, κατά τη χρονιά που κατέληξε στο κραχ του 2008· στη συνέχεια έπεσε στα 40 δολάρια κατά τους έξι μήνες αμέσως πριν από την οικονομική ανάκαμψη που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2009.

Ένα σημαντικό πόρισμα για τις αναδυόμενες χώρες που παράγουν βασικά εμπορεύματα, είναι ότι οι τιμές των βιομηχανικών μετάλλων, οι οποίες είναι πραγματικά πρωταρχικοί δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, μπορούν κάλλιστα να αυξηθούν μετά από μια κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου. Κατά την περίοδο 1986-87, για παράδειγμα, οι τιμές των μετάλλων διπλασιάστηκαν ένα χρόνο αφότου οι τιμές του πετρελαίου μειώθηκαν κατά το ήμισυ.

Ένας ισχυρός οικονομικός μηχανισμός κρύβεται πίσω από την αντίστροφη συνάρτηση μεταξύ των τιμών του πετρελαίου και της παγκόσμιας ανάπτυξης. Επειδή ο κόσμος καίει 34 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου κάθε χρόνο, μία πτώση των τιμών του πετρελαίου κατά 10 δολάρια, μεταφέρει 340 δισεκατομμύρια δολάρια από τους παραγωγούς πετρελαίου στους καταναλωτές. Έτσι, η πτώση των τιμών κατά 60 δολάρια από τον περασμένο Αύγουστο μέχρι σήμερα θα αναδιανείμει περισσότερα από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στους καταναλωτές πετρελαίου, παρέχοντας μεγαλύτερη ενίσχυση στα εισοδήματα από ό,τι τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης ΗΠΑ και Κίνας μαζί το 2009.

Επειδή οι καταναλωτές πετρελαίου ξοδεύουν σε γενικές γραμμές αρκετά γρήγορα το επιπλέον εισόδημά τους, ενώ οι κυβερνήσεις (οι οποίες εισπράττουν το μεγαλύτερο μέρος των παγκόσμιων εσόδων από το πετρέλαιο) συνήθως διατηρούν αμετάβλητες τις δημόσιες δαπάνες μέσω του δανεισμού ή της μείωσης των αποθεματικών, το καθαρό αποτέλεσμα της μείωσης των τιμών του πετρελαίου υπήρξε πάντοτε θετικό για την παγκόσμια ανάπτυξη. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η πτώση των τιμών του πετρελαίου κατά τη φετινή χρονιά θα πρέπει να ενισχύσει το ΑΕΠ του 2016 κατά 0,5% έως 1% παγκοσμίως – πρόβλεψη που περιλαμβάνει ανάπτυξη κατά 0,3% έως 0,4% στην Ευρώπη, 1% έως 1,2% στις ΗΠΑ, και 1% έως 2% στην Κίνα .

Αλλά αν η ανάπτυξη είναι πιθανό να επιταχυνθεί κατά το επόμενο έτος στις οικονομίες που καταναλώνουν πετρέλαιο, ποια είναι άραγε η εξήγηση της πτώσης των τιμών του πετρελαίου; Η απάντηση δεν βρίσκεται στην οικονομία της Κίνας και τη ζήτηση για πετρέλαιο, αλλά στα γεωπολιτικά της Μέσης Ανατολής και την προσφορά πετρελαίου.

Ενώ είναι σαφές πως πίσω από την περσινή μείωση κατά το ήμισυ της τιμής του πετρελαίου ήταν οι σαουδαραβικές πολιτικές παραγωγής, η τελευταία πτώση ξεκίνησε στις 6 Ιουλίου, λίγες ημέρες μετά τη συμφωνία για άρση των διεθνών κυρώσεων εις βάρος Ιράν. Η συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν διέψευσε τη διαδεδομένη αλλά αφελή εικασία ότι τα γεωπολιτικά μπορούν να ωθήσουν τις τιμές του πετρελαίου μόνο προς μία κατεύθυνση. Οι έμποροι ξαφνικά θυμήθηκαν ότι τα γεωπολιτικά γεγονότα μπορούν να αυξήσουν τα αποθέματα πετρελαίου, κι όχι μόνο να τα μειώσουν – κι ότι κατά τα χρόνια που έρχονται είναι πιθανό να υπάρξουν περαιτέρω αυξήσεις των αποθεμάτων λόγω γεωπολιτικών γεγονότων.

Οι συνθήκες στη Λιβύη, τη Ρωσία, τη Βενεζουέλα και τη Νιγηρία είναι ήδη τόσο κακές που είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς περαιτέρω ζημία για την παραγωγή πετρελαίου τους. Απεναντίας, με τόσες πολλές από τις πλέον παραγωγικές περιοχές πετρελαίου του κόσμου να βρίσκονται σε πολιτικό χάος, οποιοδήποτε σημάδι σταθεροποίησης μπορεί να ενισχύσει γρήγορα τα αποθέματα. Αυτό συνέβη πέρυσι στο Ιράκ, και το Ιράν πηγαίνει πλέον τη διαδικασία αυτή σε ένα υψηλότερο επίπεδο.

Μόλις αρθούν οι κυρώσεις, το Ιράν υπόσχεται να διπλασιάσει σχεδόν αμέσως τις εξαγωγές πετρελαίου στα δύο εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, και στη συνέχεια να διπλασιάσει εκ νέου τις εξαγωγές και πάλι στο τέλος της δεκαετίας.

Για να το κάνει αυτό, το Ιράν θα χρειαστεί να ενισχύσει τη συνολική παραγωγή του (συμπεριλαμβανομένης και της εγχώριας κατανάλωσης) στα έξι εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, ποσότητα ίση περίπου με το αποκορύφωμα της παραγωγής του κατά τη δεκαετία του 1970. Δεδομένης της τεράστιας προόδου που έχει σημειωθεί στην τεχνολογία εξόρυξης πετρελαίου από τη δεκαετία του 1970 και μετά, καθώς και του πελώριου μεγέθους των αποθεμάτων του Ιράν (των τέταρτων μεγαλύτερων του κόσμου, μετά από εκείνα της Σαουδικής Αραβίας, της Ρωσίας και της Βενεζουέλας), η αποκατάσταση της παραγωγής στα προ 40ετίας επίπεδα μοιάζει μετριοπαθής στόχος.

Προκειμένου να βρει αγοραστές για όλο αυτό το επιπλέον πετρέλαιο, ίσο περίπου με την επιπλέον παραγωγή που απέφερε η επανάσταση του σχιστόλιθου ΗΠΑ, το Ιράν θα πρέπει να ανταγωνιστεί σκληρά όχι μόνο με τη Σαουδική Αραβία, αλλά και με το Ιράκ, το Καζακστάν, τη Ρωσία, και άλλους παραγωγούς με χαμηλό κόστος. Όλες αυτές οι χώρες είναι επίσης αποφασισμένες να αποκαταστήσουν την παραγωγή τους στα υψηλά επίπεδα παλαιότερων ετών θα πρέπει να είναι σε θέση να αντλήσουν περισσότερο πετρέλαιο από ό,τι αντλούσαν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες παραγωγής που πρωτοστάτησαν στις ΗΠΑ.

Σε αυτό το νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον, το πετρέλαιο θα αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, όπως οποιοδήποτε βασικό εμπόρευμα, με το σαουδαραβικό μονοπώλιο να έχει σπάσει και το βορειοαμερικανικό κόστος παραγωγής να θέτει ένα μακροπρόθεσμο ανώτατο όριο τιμής γύρω στα 50 δολάρια το βαρέλι, για λόγους που εξέθεσα τον Ιανουάριο.

Αν θέλετε λοιπόν να κατανοήσετε την πτώση των τιμών του πετρελαίου, ξεχάστε την κατανάλωση στην Κίνα και επικεντρωθείτε στην παραγωγή στη Μέση Ανατολή. Κι αν θέλετε να κατανοήσετε την παγκόσμια οικονομία, ξεχάστε τις χρηματιστηριακές αγορές και επικεντρωθεί στο γεγονός ότι το φθηνό πετρέλαιο ενισχύει πάντα την παγκόσμια ανάπτυξη.



* Ο Anatole Kaletsky, επικεφαλής οικονομολόγος και συμπρόεδρος του ιδρύματος Gavekal Dragonomics και πρόεδρος του Ινστιτούτου για τη Νέα Οικονομική Σκέψη (Institute for New Economic Thinking), είναι πρώην αρθρογράφος των Times του Λονδίνου, της διεθνούς έκοδης των New York Times, και των Financial Times, καθώς και συγγραφέας των βιβλίων Καπιταλισμός 4.0 (Capitalism 4.0 ) και Η γέννηση μιας νέας οικονομίας (The Birth of a New Economy), όπου προέβλεψε πολλούς από τους μετασχηματισμούς που ακολούθησαν την παγκόσμια οικονομική κρίση.

Twitter Facebook Favorites More

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ

Twitter Facebook Favorites More