Η ομιλία της Τζάνετ Γέλεν στις 24 Σεπτεμβρίου στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης έδειξε κατέστησε σαφές πως τόσο η ίδια όσο και η πλειοψηφία των μελών της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς (FOMC: Federal Open Market Committee) της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) προτίθενται να αυξήσουν το βραχυπρόθεσμο επιτόκιο κάποια στιγμή μέχρι το τέλος του 2015. Ήταν ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι συμπεριέλαβε ρητά τη δική της άποψη, σε αντίθεση με τη φορά που μίλησε εξ ονόματος ολόκληρης της FOMC μετά τη συνεδρίαση Σεπτεμβρίου. Παρ΄ όλα αυτά, δεδομένης της πρόσφατης ιστορίας της Fed με τις πολλές αναθεωρήσεις της πολιτικής της στάσης, οι αγορές παραμένουν επιφυλακτικέςε ως προς την πιθανότητα αύξησης των επιτοκίων κατά τη φετινή χρονιά.
Η Fed έλεγε εδώ και πολλούς μήνες ότι θα αύξανε το επιτόκιό της όταν η αγορά εργασίας θα προσέγγιζε την πλήρη απασχόληση και όταν τα μέλη της FOMC θα μπορούσαν να διαβλέψουν πως ο ετήσιος πληθωρισμός θα φτάσει στο 2%. Ωστόσο, παρόλο που αμφότεροι οι όροι επληρώθηκαν νωρίτερα το Σεπτέμβριο, η FOMC αποφάσισε να αφήσει αμετάβλητο το επιτόκιο, εξηγώντας πως ανησυχεί για τις παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες και για τα γεγονότα στην Κίνα ειδικότερα.
Δεν πείστηκα. Πίστευα εδώ και μερικούς μήνες ότι η Fed θα έπρεπε να ξεκινήσει τη «σύσφιξη» της νομισματικής πολιτικής της προκειμένου να μειώσει τους κινδύνους χρηματοοικονομικής αστάθειας που προκλήθηκαν από τη συμπεριφορά με την οποία έχουν αντιδράσει επενδυτές και δανειστές στην παρατεταμένη περίοδο εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων από την οικονομική κρίση του 2008 και μετά. Τα γεγονότα στην Κίνα δεν αποτελούν λόγο περαιτέρω καθυστέρησης.
Αναλογιστείτε, πρώτον, τις εγχώριες οικονομικές συνθήκες, ξεκινώντας με την εικόνα της απασχόλησης. Όταν έφτασε η στιγμή που συνεδρίασε η FOMC στις 16 Σεπτεμβρίου, το ποσοστό ανεργίας είχε πέσει στο 5,1%, το επίπεδο που η Fed είχε νωρίτερα ορίσει ως πλήρη απασχόληση. Παρόλο που εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να βρουν θέσεις πλήρους απασχόλησης, η πτώση του ποσοστού ανεργίας κάτω από το 5,1% θα οδηγούσε με τον καιρό, σύμφωνα με τη Fed, σε ανεπιθύμητες αυξήσεις πληθωρισμού.
Η σημερινή εικόνα του πληθωρισμού προκαλεί περισσότερη σύγχυση. Ο ετήσιος ρυθμός γενικού πληθωρισμού κατά τους τελευταίους 12 μήνες ήταν μόλις 0,2%, μακράν χαμηλότερος του 2% που έχει θέσει ως στόχο η Fed. Το γεγονός αυτό αντανακλά τη δραματική πτώση των τιμών της ενέργειας κατά το προηγούμενο έτος, με την ενεργειακή συνιστώσα του δείκτη τιμών καταναλωτή να έχει υποχωρήσει κατά 13%. Ο ρυθμός του λεγόμενου βασικού πληθωρισμού (από τον οποίο εξαιρούνται οι αγορές ενέργειας) ήταν 1,8%. Ακόμη κι αυτό υποτιμά τον αντίκτυπο της ενέργειας στο μετρούμενο πληθωρισμό, γιατί οι χαμηλότερες τιμές της βενζίνης μειώνουν και τα έξοδα αποστολής, ρίχνοντας ένα ευρύ φάσμα των τιμών.
Το θέμα είναι απλό: Όταν σταματήσουν να πέφτουν οι τιμές της ενέργειας, ο γενικός δείκτης τιμών θα ανέλθει κοντά στο 2%. Και η μέση πρόβλεψη των ίδιων των μελών της FOMC «τοποθετεί τον πληθωρισμό στο 1,8% το 2017 και στο 2% το 2018.
Αν η Fed λοιπόν, για οποιονδήποτε λόγο, ήθελε να αφήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, χρειαζόταν μια εξήγηση που να υπερβαίνει τις οικονομικές συνθήκες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στράφηκε στην Κίνα, η οποία είχε απασχολήσει πολύ τα μέσα ενημέρωσης τις τελευταίες εβδομάδες. Η Κίνα μείωνε τις παγκόσμιες εισαγωγές της, μειώνοντας δυνητικά και τη ζήτηση για εξαγωγές από τις ΗΠΑ. Η κινεζική χρηματιστηριακή αγορά είχε υποχωρήσει αισθητά, πέφτοντας κατά 40% περίπου από τα πρόσφατα υψηλά της. Και η Κίνα υποτίμησε αιφνιδιαστικά το γιουάν, συμβάλλοντας δυνητικά στις χαμηλότερες τιμές εισαγωγών – και συνεπώς στο χαμηλότερο πληθωρισμό – για τις ΗΠΑ.
Αλλά σε ό,τι αφορά στον αντίκτυπο των προβλημάτων της Κίνας στην οικονομία των ΗΠΑ, είναι μικρότερος από ό,τι φαίνεται. Η ζήτησης της Κίνας για εισαγωγές επιβραδύνεται, εκ παραλλήλου με τη μετάβαση της οικονομικής δομής της από τη βιομηχανία προς τις υπηρεσίες και την οικιακή κατανάλωση. Αυτό σημαίνει ότι η Κίνα χρειάζεται μικρότερη ποσότητα από τα σιδηρομεταλλεύματα και τις υπόλοιπες πρώτες ύλες που εισάγει από την Αυστραλία και τη Νότια Αμερική, καθώς και μικρότερη ποσότητα από τον εξειδικευμένο εξοπλισμό παραγωγής που εισάγει από τη Γερμανία και την Ιαπωνία. Οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν μόλις το 8% των εισαγωγών της Κίνας και οι εξαγωγές τους προς την Κίνα αντιπροσωπεύουν ποσοστό μικρότερο του 1% του δικού τους ΑΕΠ. Οι περικοπές της Κίνας στις εισαγωγές δεν θα μπορούσαν να στοιχίσουν στο αμερικανικό ΑΕΠ παρά μερικά δέκατα της εκατοστιαίας μονάδας, που ακόμα κι αυτά θα κατανέμονταν σε βάθος πολλών ετών.
Όσο για τη χρηματιστηριακή αγορά – που θεωρείται ευρέως ως ένα είδος καζίνο για μια μικρή μερίδα των κινεζικών νοικοκυριών – μόλις το 6% του πληθυσμού της Κίνας έχουν στην κατοχή τους μετοχές. Ο δείκτης του χρηματιστηρίου της Σαγκάης ανήλθε από τις 2.200 πριν από ένα χρόνο στο ρεκόρ των 5.100 στα μέσα του καλοκαιριού και στη συνέχεια υποχώρησε απότομα, στις 3.000 περίπου σήμερα. Έτσι, παρά την απότομη πτώση που απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα πρόσφατα, οι κινεζικές μετοχές έχουν ενισχυθεί κατά περισσότερο από 30% σε σχέση με πέρυσι. Πιο σημαντικό πάντως είναι το γεγονός πως ο πλούτος και η κατανάλωση στην Κίνα είναι στενά συνδεδεμένα με τις αξίες των ακινήτων, όχι με τις αξίες των μετοχών.
Τέλος, η πρόσφατη πτώση του γουάν έναντι του δολαρίου ήταν της τάξης του 2,5% μόνο, από τα 6,2 γουάν ανά δολάριο στα 6,35, πολύ μικρότερη από τις διψήφιες πτώσεις του γεν, του ευρώ και της βρετανικής λίρας. Πάνω σε μία συνολική εμπορικά σταθμισμένη βάση, το γιουάν είναι λοιπόν αισθητά ενισχυμένο σε σχέση με τα νομίσματα τα οποία ανταγωνίζεται.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η πτώση του κινεζικού νομίσματος και άλλων νομισμάτων κατά το περασμένο έτος είχε πολύ μικρό αντίκτυπο στις τιμές εισαγωγών των ΗΠΑ, διότι οι Κινέζοι κι οι λοιποί εξαγωγείς τιμολογούν τα προϊόντα τους σε δολάρια και δεν τα προσαρμόζουν όταν μεταβάλλεται η συναλλαγματική ισοτιμία. Ενώ τα επίσημα στοιχεία των ΗΠΑ δείχνουν μείωση των συνολικών τιμών εισαγωγών της τάξης του 11% κατά το δωδεκάμηνο που ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο, το γεγονός αυτό οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση του κόστους της ενέργειας. Όταν εξαιρεθούν τα ενεργειακά προϊόντα, οι τιμές εισαγωγής εμφανίζονται μειωμένες κατά 3% μόνο.
Η Fed, λοιπόν, έχει δίκιο να λέει πως ο πληθωρισμός είναι χαμηλός λόγω της κάθετης πτώσης των τιμών της ενέργειας· αλλά δεν χρειάζεται να ανησυχεί για την επίδραση των μειωμένων αξιών των νομισμάτων των σημαντικότερων εμπορικών εταίρων. Και πάλι, όταν σταματήσει να υποχωρεί η τιμή της ενέργειας, ο πληθωρισμός θα ανέλθει κοντά στο ρυθμό 1,8% του γενικού ΔΤΚ.
Εκτός λοιπόν κι αν υπάρξουν αναπάντεχες αλλαγές στην οικονομία των ΗΠΑ, μπορούμε να αναμένουμε πως η Fed θα αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια αργότερα μες στη φετινή χρονιά, όπως έχει προτείνει και η Τζάνετ Γέλεν, και θα συνεχίσει να τα αυξάνει το 2016 αλλά και αργότερα. Ελπίζω μόνο να αντληθούν αρκετά χρήματα κατά τους προσεχείς 18 μήνες ώστε να αποφευχθεί η οικονομική αστάθεια και ο πιο μακροπρόθεσμος πληθωρισμός που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη μακρά εποχή της υπερβολικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής.
* O Martin Feldstein είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και Επίτιμος Πρόεδρος του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών των ΗΠΑ.
Πηγή: http://analitis.gr